- ευοπλώ
- εὐοπλῶ, -έω (Α) [εύοπλος]1. είμαι καλά οπλισμένος, έχω πολεμικά εφόδια2. είμαι ισχυρός, σφριγηλός, ρωμαλέος («νεότης εὐοπλοῡσα», Φίλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐοπλῶ — εὐοπλέω to be well equipped pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐοπλέω to be well equipped pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)